Προσφυγή στη διαιτησία (άρθρο 16 Ν. 1876/1990, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 57 του Ν. 4635/2019):

Με το άρθρο 57 του Ν. 4635/2019, τροποποιήθηκε ουσιωδώς το άρθρο 16 του Ν. 1876/90 σχετικά με τη δυνατότητα προσφυγής σε διαιτησία. Με την άνω διάταξη προβλέπεται πλέον η δυνατότητα προσφυγής στη διαιτησία στις ακόλουθες και μόνο περιπτώσεις:

 
Α. με κοινή συμφωνία των μερών και
 
Β. μονομερώς μόνο εάν:
 
(i)     η συλλογική διαφορά αφορά επιχειρήσεις δημόσιου χαρακτήρα ή κοινής ωφέλειας, η λειτουργία των οποίων έχει ζωτική σημασία για την εξυπηρέτηση βασικών αναγκών του κοινωνικού συνόλου κατά την έννοια της παρ. 2 τού αρθρ. 19 τού Ν. 1264/82, όπως συμπληρώθηκε με τις παρ. 1 και 2 τού αρθρ. 3 τού Ν. 1915/90 και όπως αυτές ορίζονται στο Κεφάλαιο A’ τού Ν. 3429/05, όπως ισχύει σε συνδυασμό με την παρ. 1 τού άρθρου 14 τού Ν. 4270/14, όπως ισχύει. Συνεπώς είναι δυνατή η μονομερής προσφυγή στη διαιτησία εάν η συλλογική διαφορά αφορά: α) τις περιοριστικά απαριθμούμενες επιχειρήσεις του αρθρ. 19 παρ. 2 τού Ν. 1264/82, όπως ισχύει και β) τις επιχειρήσεις του κεφαλαίου Α’ του Ν. 3429/2005 (ΔΕΚΟ).
(ii)     η συλλογική διαφορά αφορά τη σύναψη Σ.Σ.Ε., αν έχουν αποτύχει οριστικά οι συλλογικές διαπραγματεύσεις μεταξύ των μερών και η επίλυση της διαφοράς επιβάλλεται από υπαρκτό λόγο γενικότερου κοινωνικού ή δημοσίου συμφέροντος συνδεόμενο με τη λειτουργία της ελληνικής οικονομίας. Στη δεύτερη αυτή περίπτωση υπάγονται όλες οι επιχειρήσεις, ιδιωτικού και δημοσίου τομέα, εφόσον συντρέχουν οι ακόλουθες προϋποθέσεις: α) το αντικείμενο της διαφοράς να είναι η σύναψη Σ.Σ.Ε., β) να έχουν αποτύχει οριστικά οι διαπραγματεύσεις και γ) να συντρέχει λόγος γενικότερου κοινωνικού ή δημοσίου συμφέροντος που να συνδέεται με τη λειτουργία της ελληνικής οικονομίας.
 
Από το 2010 ο θεσμός της διαιτησίας έχει πληγεί πολλές φορές, με τις αλλεπάληλλες νομοθετικές προσπάθειες κατάργησης της δυνατότητας μονομερούς προσφυγής στη διαιτησία και υπονόμευσης του ίδιου του θεσμού. Ωστόσο, η συνταγματικότητα και νομιμότητα του  συστήματος της διαιτησίας του ν. 1876/90 (υπό την αρχική του μορφή), έχει ήδη με την ομόφωνη απόφαση με αρ. 25/2004 της πλήρους Ολομέλειας του Αρείου Πάγου καθώς και την απόφαση 2307/2014 της Ολομέλειας του  Συμβουλίου  της Επικρατείας, η οποία έκανε δεκτή την αίτηση ακύρωσης που άσκησε η Γ.Σ.Ε.Ε. για την ακύρωση ως αντίθετων στο Σύνταγμα της Ελλάδας των διατάξεων της Π.Υ.Σ. 6/2012, που καθόριζαν δικαίωμα προσφυγής στη διαιτησία αποκλειστικά με κοινή συμφωνία των μερών, και περιόριζαν το αντικείμενο της διαιτησίας  αποκλειστικά στον καθορισμό βασικού μισθού ή/και βασικού ημερομισθίου με απαγόρευση ρύθμισης οποιουδήποτε άλλου ζητήματος, ακόμη και διατηρητικών ρητρών. Το Ανώτατο Δικαστήριο δέχθηκε με την απόφασή του ότι το άρθρο 3 παρ. 1 της ΠΥΣ 6/2012, με την οποία ορίστηκε ότι η προσφυγή στη διαιτησία προϋποθέτει σε κάθε περίπτωση συμφωνία των μερών, αντίκειται στο άρθρο 22 παρ. 2 του Συντάγματος. Σύμφωνα με την απόφαση του ΣτΕ, από  το γράμμα και το σκοπό της συνταγματικής αυτής διάταξης επιβάλλεται στο νομοθέτη να θεσπίσει σύστημα διαιτησίας, ως επικουρική διαδικασία επίλυσης των συλλογικών διαφορών εργασίας σε περίπτωση αποτυχίας των συλλογικών διαπραγματεύσεων. Η ενεργοποίηση της διαδικασίας αυτής δεν προϋποθέτει τη συναίνεση και των δύο μερών της συλλογικής διαφοράς, αλλά σύμφωνα με τη συνταγματική αυτή διάταξη αρκεί προς τούτο η θέληση έστω του ενός μέρους.
Σημειώνεται ότι παρά  την υποχρέωση συμμόρφωσης της ελληνικής πολιτείας με το περιεχόμενο της απόφασης 2307/2014 του ΣτΕ., ακολούθησε η ψήφιση του ν. 4303/2014 με τον οποίο ορθώθηκαν διαδικαστικά εμπόδια στη δυνατότητα μονομερούς προσφυγής στη διαιτησία του ΟΜΕΔ.
 
Αλλά και η νέα ρύθμιση του ν. 4635/2019 περιορίζει δραστικά τη μονομερή προσφυγή στη διαιτησία, η οποία στην πράξη θα είναι δυνατή μόνο με τη συναίνεση και των δύο μερών, υπονομεύοντας ευθέως την επίλυση των συλλογικών διαφορών. Αγνοεί πλήρως η διάταξη του άρθρου 57 ότι το δικαίωμα μονομερούς προσφυγής στη διαιτησία αποτελεί μια εύλογη κύρωση για το μέρος που με τη συμπεριφορά του ανατρέπει το πλαίσιο διαλόγου που δημιουργεί η μεσολάβηση τρίτου ενώ παρέχει συγχρόνως τη θεσμική εγγύηση ότι θα υπάρξει συλλογική ρύθμιση και ότι η ρύθμιση των όρων εργασίας δεν θα επιστρέψει στην ατομική σύμβαση εργασίας. Αποτέλεσμα της απαγόρευσης θα είναι η αδυναμία ύπαρξης συλλογικών ρυθμίσεων και η επιστροφή στην ατομική διαπραγμάτευση. Πρόκειται για μια διάταξη που παραβιάζει το Σύνταγμα, αλλά και την απόφαση 2307/2014 της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, αφού οδηγεί σε ανατροπή του μηχανισμού συλλογικών διαπραγματεύσεων και διαιτησίας, που καθιστά τους εργαζομένους παθητικά υποκείμενα στη διαδικασία διάπλασης των όρων εργασίας, τη ρύθμιση των οποίων παραπέμπει, κατ΄ αποτέλεσμα, στην ατομική διαπραγμάτευση και τις ατομικές συμβάσεις εργασίας, ενώ συμπαρασύρει και το βασικό συνδικαλιστικό δικαίωμα, από το οποίο στερεί το βασικό εργαλείο, τη συλλογική αυτονομία, καθώς και το δικαίωμα απεργίας, αφού για όλα τα ουσιώδη ζητήματα που αποτελούν τα συνηθισμένα απεργιακά αιτήματα η εν λόγω διάταξη ορθώνει σειρά ολόκληρη απαγορεύσεων και περιορισμών, καθιστά με άλλα λόγια εμμέσως παράνομη κάθε σχετική απεργία.

<

Αλφαβητικό Ευρετήριο Εργασιακών Σχέσεων

Επιλέξτε το αντίστοιχο γράμμα από το θέμα που σας ενδιαφέρει (π.χ. Άδεια στο γράμμα Α, Επιδόματα στο Ε κτλ.).

Κατέβασε την App Εφαρμογή μας